- ξαραχνιάζω
- ξαράχνιασα, ξαραχνιάστηκα, ξαραχνιασμένος, καθαρίζω τόπο από τους ιστούς που δημιούργησαν οι αράχνες, αλλ. ξεραχνιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαραχνιάζω — ξαραχνιάζω, ξαράχνιασα, ξαραχνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξαράχνιασμα — το [ξαραχνιάζω] καθαρισμός από τις αράχνες … Dictionary of Greek
ξεραχνιάζω — βλ. ξαραχνιάζω … Dictionary of Greek